Μετάβαση στο περιεχόμενο

hoort

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

hoort (nl)

  1. 2ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος horen
  2. 3ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος horen