impairement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

impairement (fr)

  1. σε μονό αριθμό
    distribuer quelque chose impairement - μοιράζω κάτι σε μονό αριθμό