inaliénablement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

inaliénablement < inaliénable

Επίρρημα[επεξεργασία]

inaliénablement (fr)

  1. χωρίς να είναι δυνατόν να απαλλοτριωθεί κάτι
  2. χωρίς να είναι δυνατόν να αφαιρεθεί κάτι