inaliénablement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- inaliénablement < inaliénable
Επίρρημα[επεξεργασία]
inaliénablement (fr)
- χωρίς να είναι δυνατόν να απαλλοτριωθεί κάτι
- χωρίς να είναι δυνατόν να αφαιρεθεί κάτι