informellement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- informellement < informelle ('θηλυκό του informel) + -ment
Επίρρημα[επεξεργασία]
informellement (fr)
informellement (fr)