inquisition
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]inquisition (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η έρευνα
- αυστηρή και εξονυχιστική έρευνα που γίνεται συνήθως με σκοπό να προσβάλει κανείς κάποιον
![]() |
inquisition (fr) θηλυκό