inquisition

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Inquisition

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

inquisition (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η έρευνα
  2. αυστηρή και εξονυχιστική έρευνα που γίνεται συνήθως με σκοπό να προσβάλει κανείς κάποιον

Δείτε επίσης[επεξεργασία]