interimo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

interimo (la) (interimo3, interremi, interreptum, interimere)

  1. εξολοθρεύω

Κλίση[επεξεργασία]