jar

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
jar < (κληρονομημένο) σλοβακική ıaръ (ιάρου). Ομόρριζη η Jahr (χρονιά)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jar (sk)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • jarý (έντονος, ζωηρός)