jelonek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
jelonek (pl) αρσενικό
- το ελαφάκι
- το νεογνό του ελαφιού
- υποκοριστικό για το ελάφι
jelonek (pl) αρσενικό