jelonek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

jelonek (pl) αρσενικό

  1. το ελαφάκι
    • το νεογνό του ελαφιού
    • υποκοριστικό για το ελάφι