kök
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σουηδικά
(sv)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
kök
(sv)
κουζίνα
(
το δωμάτιο, η τέχνη
)
Κατηγορίες
:
Σουηδική γλώσσα
Ουσιαστικά (σουηδικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Azərbaycanca
Беларуская
Deutsch
Zazaki
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Føroyskt
Français
Hrvatski
Magyar
Հայերեն
Ido
Íslenska
Italiano
ქართული
Қазақша
한국어
Kurdî
ລາວ
Lietuvių
Nederlands
Polski
Português
Română
Русский
Sängö
Slovenščina
Српски / srpski
Svenska
Tagalog
Türkçe
Oʻzbekcha / ўзбекча
Vèneto
中文