Μετάβαση στο περιεχόμενο

kalkulata

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

kalkulata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος kalkuli