karp
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αζεριανά (az) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
karp (az)
- (ιχθυολογία) ο κυπρίνος
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του karp
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | karp | karplar |
αιτιατική | karpı | karpları |
δοτική | karpa | karplara |
τοπική | karpda | karplarda |
αφαιρετική | karpdan | karplardan |
γενική | karpın | karpların |
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
karp (pl)
- (ιχθυολογία), (κοινά) κυπρίνος