klopfen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

klopfen (de)

  1. χτυπώ (κάτι) ρυθμικά
    er klopfte an die Tür - χτύπησε την πόρτα