Μετάβαση στο περιεχόμενο

kokrota

Από Βικιλεξικό

Εσπεράντο (eo)

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

kokrota (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος kokri