komisch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
komisch (de)
Επίρρημα[επεξεργασία]
komisch (de)
- περίεργα
- ich fühle mich ganz komisch - αισθάνομαι πολύ περίεργα