konsekranta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

konsekranta (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος konsekri