kovrota

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

kovrota (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος kovri