Μετάβαση στο περιεχόμενο

kuraĝigonta

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

kuraĝigonta (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος kuraĝigi