língua
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
língua (pt) θηλυκό
- το αισθητήριο όργανο της γλώσσας