lengua
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lengua (es) θηλυκό
- το αισθητήριο όργανο της γλώσσας