Μετάβαση στο περιεχόμενο

lobby

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lobby lobbies

lobby (en)

  1. το λόμπι, ο προθάλαμος, μεγάλη περιοχή μέσα στην είσοδο ενός δημόσιου κτιρίου όπου οι άνθρωποι μπορούν να συναντηθούν και να περιμένουν
      I waited in the hotel lobby.
    Περίμενα στο λόμπι ξενοδοχείου.
      The employee in the lobby gave us the information.
    Ο υπάλληλος στο λόμπι μας έδωσε τις πληροφορίες.
      The lobby of the hotel was impressive.
    Ο προθάλαμος του ξενοδοχείου ήταν εντυπωσιακός.
  2. το λόμπι, η ομάδα πίεσης, ομάδα ανθρώπων που προσπαθούν να επηρεάσουν τους πολιτικούς σε ένα συγκεκριμένο θέμα
      The gun lobby is/are against any change in the law.
    Το λόμπι των όπλων είναι αντίθετο σε κάθε αλλαγή του νόμου.
ενεστώτας lobby
γ΄ ενικό ενεστώτα lobbies
αόριστος lobbied
παθητική μετοχή lobbied
ενεργητική μετοχή lobbying

lobby (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • ασκώ πίεση σε έναν πολιτικό ή στην κυβέρνηση και, για παράδειγμα, τον πείθω να υποστηρίξει ή να αντιταχθεί σε μια αλλαγή του νόμου
      Farmers will lobby Congress for higher subsidies.
    Οι αγρότες θα ασκήσουν πιέσεις στο Κογκρέσο για υψηλότερες επιδοτήσεις.
      Locals are lobbying to have construction halted.
    Οι ντόπιοι ασκούν πιέσεις για να σταματήσει η κατασκευή.
      Lobbying by oil companies influences political decisions.
    Το λόμπινγκ των εταιρειών πετρελαίου επηρεάζει τις πολιτικές αποφάσεις.

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lobby (fr) αρσενικό