lobby
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lobby | lobbies |
lobby (en)
- το λόμπι, ο προθάλαμος, μεγάλη περιοχή μέσα στην είσοδο ενός δημόσιου κτιρίου όπου οι άνθρωποι μπορούν να συναντηθούν και να περιμένουν
- ⮡ I waited in the hotel lobby.
- Περίμενα στο λόμπι ξενοδοχείου.
- ⮡ The employee in the lobby gave us the information.
- Ο υπάλληλος στο λόμπι μας έδωσε τις πληροφορίες.
- ⮡ The lobby of the hotel was impressive.
- Ο προθάλαμος του ξενοδοχείου ήταν εντυπωσιακός.
- ⮡ I waited in the hotel lobby.
- το λόμπι, η ομάδα πίεσης, ομάδα ανθρώπων που προσπαθούν να επηρεάσουν τους πολιτικούς σε ένα συγκεκριμένο θέμα
- ⮡ The gun lobby is/are against any change in the law.
- Το λόμπι των όπλων είναι αντίθετο σε κάθε αλλαγή του νόμου.
- ⮡ The gun lobby is/are against any change in the law.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | lobby |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lobbies |
αόριστος | lobbied |
παθητική μετοχή | lobbied |
ενεργητική μετοχή | lobbying |
lobby (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)
- ασκώ πίεση σε έναν πολιτικό ή στην κυβέρνηση και, για παράδειγμα, τον πείθω να υποστηρίξει ή να αντιταχθεί σε μια αλλαγή του νόμου
- ⮡ Farmers will lobby Congress for higher subsidies.
- Οι αγρότες θα ασκήσουν πιέσεις στο Κογκρέσο για υψηλότερες επιδοτήσεις.
- ⮡ Locals are lobbying to have construction halted.
- Οι ντόπιοι ασκούν πιέσεις για να σταματήσει η κατασκευή.
- ⮡ Lobbying by oil companies influences political decisions.
- Το λόμπινγκ των εταιρειών πετρελαίου επηρεάζει τις πολιτικές αποφάσεις.
- ⮡ Farmers will lobby Congress for higher subsidies.
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lobby (fr) αρσενικό
- το λόμπι