Μετάβαση στο περιεχόμενο

lokal

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lokal (pl) αρσενικό

  • κοινή ονομασία για οποιοδήποτε κατάστημα σερβίρει ποτά ή φαγητά