maakt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

maakt (nl)

  1. 2ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος maken
  2. 3ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος maken