Μετάβαση στο περιεχόμενο

mag

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

mag (nl)

  1. 1ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος mogen
  2. 2ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος mogen
  3. 3ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος mogen
  4. 2ο ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ρήματος mogen