majeur et vacciné
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρηματική έκφραση[επεξεργασία]
majeur et vacciné (fr)
- ενηλικιωμένος και ικανός να αποφασίζω από μόνος μου
majeur et vacciné (fr)