malsovaĝiĝonta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
malsovaĝiĝonta
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]malsovaĝiĝonta (eo)
- μέλλοντας της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος malsovaĝiĝi
malsovaĝiĝonta
malsovaĝiĝonta (eo)