matera
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
matera (it) θηλυκό
- (παρωχημένο) παλιότερη μορφή του materia
Πηγές[επεξεργασία]
- matera - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).