millimètre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

millimètre (fr) αρσενικό

  • το χιλιοστό του μέτρου (μονάδα μήκους)· συντομογραφία: mm
    1 m = 10 dm = 100 cm = 1 000 mm

Δείτε επίσης[επεξεργασία]