monseigneuriser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- monseigneuriser < monseigneur
Ρήμα[επεξεργασία]
monseigneuriser (fr)
- (ειρωνικό) προσφωνώ κάποιον με τον τίτλο monseigneur