moviĝinta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
moviĝinta
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]moviĝinta (eo)
- αόριστος της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος moviĝi
moviĝinta
moviĝinta (eo)