murciélago
Εμφάνιση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- murciélago < murciégalo
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /muɾˈθje.la.ɣo/
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]murciélago (es) αρσενικό
murciélago (es) αρσενικό