nötigen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
nötigen (de) jdn. (Präteritum: nötigte, Partizip II: genötigt)
Die Eltern sollen ihre Kinder nie zum Essen nötigen! Οι γονείς δεν πρέπει ποτέ να καταναγκάζουν τα παιδιά τους να τρώνε!'