Μετάβαση στο περιεχόμενο

neĝita

Από Βικιλεξικό

neĝita

Εσπεράντο (eo)

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

neĝita (eo)

  • αόριστος της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος neĝi