nieśmiertelność
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
nieśmiertelność (pl) < nie + śmiertelność
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nieśmiertelność (pl) θηλυκό
- η αθανασία