niszczarka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]niszczarka < niszczyć
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]niszczarka (pl) θηλυκό
niszczarka < niszczyć
niszczarka (pl) θηλυκό