nm
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Διεθνείς όροι[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
nm (en)
- (νεολογισμός) (μαθηματικά) (φυσική) νανόμετρο