nm
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Διεθνείς όροι
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
nm
<
αγγλική
nanometer
Συντομομορφή
[
επεξεργασία
]
nm
(en)
(
νεολογισμός
,
μαθηματικά
,
φυσική
)
νανόμετρο
Κατηγορίες
:
Διεθνείς όροι
Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (διεθνείς όροι)
Συντομομορφές (διεθνείς όροι)
Νεολογισμοί (διεθνείς όροι)
Μαθηματικά (διεθνείς όροι)
Φυσική (διεθνείς όροι)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Čeština
Deutsch
English
Español
Eesti
Suomi
Français
Galego
Magyar
Italiano
Kalaallisut
Kurdî
Latina
Nederlands
Svenska
ไทย
中文