oksigen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αζεριανά (az)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]oksigen (az)
- το οξυγόνο
Βρετονικά (br)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]oksigen (br) αρσενικό
- το οξυγόνο
Ινδονησιακά (id)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]oksigen (id)
- το οξυγόνο
Μαλαϊκά (ms)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]oksigen (ms)
- το οξυγόνο