olovo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σλοβακικά (sk)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
olovo (sk) ουδέτερο
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: μόλυβδος
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
olovo (cs) ουδέτερο
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: μόλυβδος