orgasme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αφρικάανς (af)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
orgasme (af)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
orgasme (fr) αρσενικό
- o οργασμός
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
orgasme (da)
Ιαβαϊκά (jv)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
orgasme (jv)
Ινδονησιακά (id)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
orgasme (id)
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
orgasme (ca)
Νεονορβηγικά (nn)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
orgasme (nn)
Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
orgasme (no)
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
orgasme (nl)
Σουνδανικά (su)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
orgasme (su)
Κατηγορίες:
- Γλώσσα αφρικάανς
- Ουσιαστικά (αφρικάανς)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Δανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (δανικά)
- Ιαβαϊκή γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιαβαϊκά)
- Ινδονησιακή γλώσσα
- Ουσιαστικά (ινδονησιακά)
- Καταλανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (καταλανικά)
- Νεονορβηγική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νεονορβηγικά)
- Νορβηγική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νορβηγικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (ολλανδικά)
- Ολλανδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ολλανδικά)
- Σουνδανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σουνδανικά)