osservatorio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
osservatorio (it) αρσενικό
- το παρατηρητήριο
- (αστρονομία) το αστεροσκοπείο
Πηγές[επεξεργασία]
- osservatorio - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).