overdose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
overdose | overdoses |
overdose (en)
- η υπερβολική δόση, η υπερδοσολογία
- ↪ The patient was taken to the hospital due to a drug overdose.
- Ο ασθενής μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο λόγω υπερβολικής δόσης φαρμάκων.
- ↪ The patient was taken to the hospital due to a drug overdose.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | overdose |
γ΄ ενικό ενεστώτα | overdoses |
αόριστος | overdosed |
παθητική μετοχή | overdosed |
ενεργητική μετοχή | overdosing |
overdose (en)
- παίρνω υπερβολική δόση
- ↪ He overdosed and got poisoned.
- Πήρε υπερβολική δόση κι έπαθε δηλητηρίαση.
- ↪ He overdosed and got poisoned.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]overdose (fr) θηλυκό
- (η) υπερδοσολογία, (η) υπερβολική δόση φαρμάκου ή ναρκωτικού