overdose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
overdose (fr) θηλυκό
- (η) υπερδοσολογία, (η) υπερβολική δόση φαρμάκου ή ναρκωτικού
overdose (fr) θηλυκό