Μετάβαση στο περιεχόμενο

paharnic

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
paharnic < pahar (ποτήρι)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

paharnic (ro)

  • μεσαιωνικός τίτλος για τον αξιωματούχο που ήταν υπεύθυνος για τα αποθέματα κρασιού των Ρουμάνων και Μολδαβών ηγεμόνων

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]