paralizi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

paralizi < paraliz- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα paralizi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας paralizas paralizanta paralizata
αόριστος paralizis paralizinta paralizita
μέλλοντας paralizos paralizonta paralizota
υποθετική paralizus - -
προστακτική paralizu - -

paralizi (eo)