parento

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

parento (la)

  1. εκδικούμαι θάνατο συνήθως συγγενούς πρώτου βαθμού
  2. προσφέρω θυσία για τους νεκρούς γονείς μου