perturbi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

perturbi < perturb + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα perturbi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας perturbas perturbanta perturbata
αόριστος perturbis perturbinta perturbita
μέλλοντας perturbos perturbonta perturbota
υποθετική perturbus - -
προστακτική perturbu - -

perturbi (eo)