plado

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
plado < plad + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

plado (eo)

  • (σε γεύμα) το (πρώτο, δεύτερο, ...) πιάτο