Μετάβαση στο περιεχόμενο

plektata

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

plektata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος plekti