Μετάβαση στο περιεχόμενο

plenumata

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

plenumata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος plenumi