plidolĉigita
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
plidolĉigita
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
plidolĉigita (eo)
- αόριστος της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος plidolĉigi
plidolĉigita
plidolĉigita (eo)