poczekalnia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

poczekalnia < poczekać (/ czekać)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

poczekalnia (pl) θηλυκό