popielniczka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]popielniczka (pl) < popiół (pl)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]popielniczka (pl) θηλυκό
- το τασάκι
popielniczka (pl) < popiół (pl)
popielniczka (pl) θηλυκό